αντεπέκταση

αντεπέκταση
η (Μ ἀντεπέκτασις)
νεοελλ.
η εδαφική επέκταση ενός κράτους για να αντισταθμίσει άλλες απώλειες εδαφών
μσν.
έκταση, τέντωμα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”